εξαχρειώνομαι

εξαχρειώνομαι
εξαχρειώνομαι, εξαχρειώθηκα, εξαχρειωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαβολεύω — 1. κάνω κάτι φαύλο, αχρείο 2. πονηρεύω, βάζω σε κάποιον σκέψεις διαβολικές 3. γίνομαι διάβολος, εξαχρειώνομαι …   Dictionary of Greek

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • ξεπέφτω — 1. πέφτω κάτω ἡ έξω από κάποια θέση 2. περιπίπτω σε οικονομική ή κοινωνική εξαθλίωση, παρακμάζω 3. χάνω την υπόληψή μου, υφίσταμαι ηθική μείωση, εξαχρειώνομαι («με αυτά που κάνει ξεπέφτει στα μάτια τού κόσμου») 4. (για πράγματα) χάνω μέρος τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”